Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011
Εκεί ψηλά τί σκέφτεσαι;
Τον κόσμο σας ποτέ δεν συνήθισα.
Ήμουν του ανέμου το φρικιό
Και των χρωμάτων σας τροπάρι.
Μια γκρίζα προσευχή για ένα στερνό φιλί.
Ποιητική αναπνοή που δεν ανέπνευσε ποτέ.
Σαν κατακάθι μοναξιάς, αποξηραμένο.
Του εδάφους κλέφτης έγινα,
προσπαθώντας να σωθώ.
Κι έμαθα να αποχωρίζομαι κάθε πολύτιμο στοιχειό.
Έδωσα σε σχήματα της γέννησης ρυθμό.
Τα ζούσα και τα πόναγα σαν άστρο πρωινό.
Στο δέντρο όμως ψηλά έφτανε χειμώνας.
Και όλα τα φύλλα πέθαιναν αργά βασανισμένα.
Κάθε μου δάκρυ ξέραινε πιότερο τη ψυχή μου.
Μα εγώ δεν έπεφτα.
Ο άνεμος ψιθύριζε και κάλυπτε τη φωνή μου
Και τα φαινόμενα στον ουρανό διαδέχονταν το ένα τ' άλλο.
Φαρμακερή ομορφιά χαιρόμουν στην απόλυτη σιωπή.
Και η ώρα που δεν μπορούσα πλέον να κοιτάξω κάτω
Έφτασε.
Παρέλυσε κάθε νεύρο στο σώμα μου κι αφέθηκα να κοιτάζω μόνο προς τα δυτικά.
Έμεινα μόνο και ξεχασμένο.
Κι όμως με θαύμαζαν πως τα είχα όλα.
Δεν πειράζει. Ως την άνοιξη θα'χω σωθεί.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δακρυσα στο τελος...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο ποιημα ειναι πραγματικα μαγευτικο, μπραβο Περιμενουμε και αλλα τετοια ποιηματα