Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Εκεί ψηλά τί σκέφτεσαι;


Τον κόσμο σας ποτέ δεν συνήθισα.
Ήμουν του ανέμου το φρικιό
Και των χρωμάτων σας τροπάρι.
Μια γκρίζα προσευχή για ένα στερνό φιλί.
Ποιητική αναπνοή που δεν ανέπνευσε ποτέ.
Σαν κατακάθι μοναξιάς, αποξηραμένο.

Του εδάφους κλέφτης έγινα,
προσπαθώντας να σωθώ.
Κι έμαθα να αποχωρίζομαι κάθε πολύτιμο στοιχειό.
Έδωσα σε σχήματα της γέννησης ρυθμό.
Τα ζούσα και τα πόναγα σαν άστρο πρωινό.

Στο δέντρο όμως ψηλά έφτανε χειμώνας.
Και όλα τα φύλλα πέθαιναν αργά βασανισμένα.
Κάθε μου δάκρυ ξέραινε πιότερο τη ψυχή μου.
Μα εγώ δεν έπεφτα.
Ο άνεμος ψιθύριζε και κάλυπτε τη φωνή μου
Και τα φαινόμενα στον ουρανό διαδέχονταν το ένα τ' άλλο.
Φαρμακερή ομορφιά χαιρόμουν στην απόλυτη σιωπή.
Και η ώρα που δεν μπορούσα πλέον να κοιτάξω κάτω
Έφτασε.
Παρέλυσε κάθε νεύρο στο σώμα μου κι αφέθηκα να κοιτάζω μόνο προς τα δυτικά.
Έμεινα μόνο και ξεχασμένο.
Κι όμως με θαύμαζαν πως τα είχα όλα.
Δεν πειράζει. Ως την άνοιξη θα'χω σωθεί.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Σαν φυλακή

Μέλι, ζάχαρη, κανέλα
Ό,τι κι αν είπαμε, τώρα αντηχεί.
Σε βαθυστόχαστους διαδρόμους
Παρέα με τη σκέψη μας χτισμένη σε κελί.

Η απορία έμεινε, τυφλά ερωτηματικά
Να παίζουν με τον άνεμο
Να μην γυρνούν ξανά.

Αλατοπίπερο θα έριχνα
Να φτιάξω ορισμό.
Πικρό, γλυκό κι ανάλατο
Χωρίς μια στάλα ουρανό.

Η προσμονή αφέθηκε, πουλί δίχως φτερά
Χαμένη μες τα κύματα
Θλιμμένη μητριά.

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Αποχαιρετισμός

Καυτό παράπονο θα ρέει
Και του παιδιού το δάκρυ θα πέφτει στο κενό
Όσα χαμόγελα και να μπορούσε να φορέσει
Πιστός θαμμώνας στου λυγμού του το βυθό.

Από το μίσος, όνειρο
Κι από αγάπη, πόνο
Τί κι αν στο πέρασμά του θα σταθείς
Ύστερα θα τον αφήσεις μόνο.

Από τον ουρανό κυνηγημένος
Κι από το χώμα, η ντροπή
Βαθιά πληγή που έμεινε
Σε μια Αυγουστιάτικη γιορτή.

Και να! Το μοιρολόγι έπαψε
Και στο χωριό μια βροντερή σιγή
Όταν οι φήμες εξαπλώθηκαν
Το γέλιο του σταμάτησε να ηχεί.